Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸν ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα

См. также в других словарях:

  • παρανομώ — έω, ΝΜΑ [παράνομος] ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»